μουσελίνα — η (λ. γαλλ.), είδος πολυτελούς διάφανου μεταξωτού υφάσματος: Σάρπα από μουσελίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ζαμπό — το (ενδυμ.) διακοσμητικό κομμάτι από μουσελίνα ή από δαντέλα, που στόλιζε άλλοτε το ανδρικό πουκάμισο στο στήθος ή, που σχηματίζοντας σούρα ή πλισέ, προσαρμοζόταν στο πλαστρόν τών γυναικείων φορεμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jabot] … Dictionary of Greek
τσικάν — το, Ν άκλ. (στην ινδική κεντητική) λευκό κέντημα από λευκή βαμβακερή κλωστή σε ύφασμα από μουσελίνα, αλλ. τσικανκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. chikan] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κεφαλονιάς — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1962 και άρχισε να λειτουργεί το 1969, στο ισόγειο της Κοργιαλένειου Βιβλιοθήκης, η οποία ξαναχτίστηκε μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του παλαιού κτιρίου από τους σεισμούς του 1953. Η πλούσια συλλογή του από αρχειακά και… … Dictionary of Greek
Φιούμι, Λιονέλο — (Fiumi, Ροβερέτο 1894 – Βερόνα 1973). Ιταλός ποιητής και κριτικός. Ανήκει με τον Γκοβόνι και άλλους στην ομάδα των επονομαζόμενων ποιητών της Βερόνας και της Φεράρας, που ήταν οπαδοί του φουτουρισμού. Το 1913 ίδρυσε ένα προοδευτικό κίνημα που… … Dictionary of Greek
τουρμπάνι — το (λ. γαλλ.) 1. λεπτοϋφασμένο μπαμπακερό ύφασμα, τουλπάνι, μουσελίνα. 2. περιτύλιγμα του κεφαλιού των μουσουλμάνων, σαρίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)